- καμακιά
- η (Μ καμακιά) [καμάκι]χτύπημα με καμάκινεοελλ.το αποτέλεσμα τής προσπάθειας νεαρού ερωτύλου να προσελκύσει μια γυναίκα («σήμερα είχε [ή έκανε] μια καλή καμακιά».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμακίαν — καμακίᾱν , καμακίας which makes too much straw masc acc sg (attic epic doric aeolic) καμακίας which makes too much straw masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμάκι — Σύνεργο ψαρέματος με μία ή περισσότερες μυτερές αιχμές, που αποτελείται από ένα ακόντιο με πτερύγια στην άκρη, τα οποία το εμποδίζουν να βγει από το σώμα στο οποίο καρφώθηκε. Κατά κανόνα το κ. συγκρατείται με σχοινί από φυτικές ίνες για να… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
χταπόδι — (octopus vulgaris). Κεφαλόποδο της οικογένειας των οκταποδιδών, της τάξης των οκταπόδων. Αυτό και διάφορα άλλα κεφαλόποδα μαλάκια λέγονται μερικές φορές πολύποδες, όρος που χρησιμοποιείται ορθότερα για να δείξει μια από τις δυο μορφές που… … Dictionary of Greek
αζιλαίος ή αζίλιος — Προϊστορικός πολιτισμός της ενδιάμεσης περιόδου (μεσολιθικής εποχής), μεταξύ παλαιολιθικής και νεολιθικής εποχής, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την παρουσία ιδιόμορφων επίπεδων εργαλείων από κέρατο ελαφιού και ζωγραφισμένων χαρακτηριστικά με ώχρα… … Dictionary of Greek
μαγδαλένιο — Προϊστορικός πολιτισμός της ανώτερης βαθμίδας της παλαιολιθικής εποχής, που είχε διαδοθεί στη Γαλλία από τα Πυρηναία έως τις βόρειες ακτές και σε μεγάλο τμήμα της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης (έως την Πολωνία και την Ουκρανία)· στην… … Dictionary of Greek
Φoυεγίνοι — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται συλλογικά οι ανθρώπινες ομάδες που ήταν εγκατεστημένες στη Γη του Πυρός και σήμερα τείνουν να εξαφανιστούν. Οι Φ. περιλαμβάνουν τις λεγόμενες ομάδες της θάλασσας, που διαιρούνται στους Γιάμανα και στους Αλακαλούφ … Dictionary of Greek